Επιστημονική Επετηρίδα

Τόμος 02, 2004

 

ΙSBN 960-406-826-1

Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο

Αναστασία Ευκλείδη

Πρόεδρος της Ψυχολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος
Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη.
Τηλ: 2310-997374. Fax: 2310-997384. E-mail: efklides@psy.auth.gr

Διοικητικό Συμβούλιο της ΨΕΒΕ

Πρόεδρος: Αναστασία Ευκλείδη

Γραμματέας: Γεώργιος Γρούιος

Ταμίας: Μάριος Γούδας

Μέλος: Αναστασία Αλευριάδου
Μέλος: Γλυκερία Πήτα

Συντακτική Επιτροπή της Επιστημονικής Επετηρίδας

Διευθυντής Σύνταξης
Αναστασία Ευκλείδη

Αναπληρωτής Διευθυντού
Γεώργιος Γρούιος
Φίλιππος Βλάχος

Βοηθοί Σύνταξης
Αναστασία Αλευριάδου
Συμεών Βλαχόπουλος
Παναγιώτα Μεταλλίδου
Φωτεινή Μπονώτη
Γεώργιος Παναγής
Δημήτρης Πνευματικός

Συντακτική και Εκδοτική Επιτροπή

Αναστασία Ευκλείδη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Γρηγόρης Κιοσέογλου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Γιάννης Θεοδωράκης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Εκδοτικό Συμβούλιο

Αναστασία Ευκλείδη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Γιάννης Θεοδωράκης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Αγγελική Λεονταρή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Διομήδης Μαρκουλής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Markku Niemivirta, University of Helsinki, Finland
José M. Prieto, Complutense University, Madrid, Spain
Μαρία Τζουριάδου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Marja Vauras, University of Turku, Finland
Marcel Veenman, University of Leiden, The Netherlands

Εκδότης

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Εμμ. Μπενάκη 59, 106 81 Αθήνα. Τηλ: 210-3891800 – Fax: 210-3836658 Κεντρική Διάθεση: Ζωοδ. Πηγής 21 & Τζαβέλλα 1, 106 81 Αθήνα

Κεφάλαια τόμου 02

The advantages and limitations of qualitative research in psychology and education

Christine Griffin
University of Bath, UK

Abstract (Summary):

The dominant methodological approach in psychological research has involved the use of quantitative methods within a positivist framework. In this paper I argue that both qualitative and quantitative approaches have their strengths and weaknesses, depending on the research question under investigation. I will examine some of the main advantages and limitations of qualitative research, paying particular attention to the value of this approach in psychology and education. I will draw on examples from my own research over the past twenty years, in studies concerning young people’s experiences in education, the job market, leisure and family life. Advantages of qualitative research include an increased degree of flexibility in the research design; the ability to avoid a reliance on the researcher’s pre-determined assumptions; and the ability to focus on the meanings of key issues for participants, especially any contradictions or inconsistencies in their perspectives. Qualitative research can enable one to tackle ‘sensitive’ issues; to appreciate the wider social context of people’s experiences; and to make connections across different areas of participants’ lives. Limitations of qualitative research include the expensive and time-consuming nature of the collection and analysis of research information; the reliance on a relatively small number of participants; and the reluctance of many academics, practitioners and policy-makers to take qualitative research seriously. Qualitative research in psychology now incorporates a wide range of different approaches to data collection and analysis, and the selection of an appropriate qualitative approach should always be dictated by the research question(s) under investigation.

Keywords: Qualitative methods; Quantitative methods; Research methods in psychology

Address: Christine Griffith, Department of Psychology, University of Bath, Claverton Down, Bath BA2 7AY, UK. Tel.: ++44-1225-385293, Fax: ++44-1225-386752, E-mail: psscg@bath.ac.uk

Ποσοτικές και ποιοτικές μέθοδοι έρευνας: Είναι δυνατή η "σε συνδυασμό" χρήση τους;

Αθηνά Ξενικού
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Η συζήτηση στην ψυχολογία σχετικά με τη χρήση των ποιοτικών και των ποσοτικών μεθόδων έρευνας έχει αποκτήσει το χαρακτήρα διαμάχης. Η διαμάχη αυτή αντανακλά διαφορετικές επιστημολογικές παραδοχές που αφορούν το στόχο της επιστήμης. Σύμφωνα με την εμπειριοκρατική προσέγγιση, ο στόχος της επιστημονικής έρευνας είναι η αναζήτηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και η διατύπωση των νόμων που τη διέπουν (νομοθετική προσέγγιση). Από την άλλη πλευρά, η προσέγγιση της κοινωνικής κατασκευής υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα κατασκευάζεται μέσα από τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων, και επομένως, δεν υπάρχει νόημα στο να αναζητά κανείς την αντικειμενική αλήθεια. Οι διαφορετικές αυτές φιλοσοφικές παραδοχές για το στόχο της επιστήμης έχουν συνδεθεί με τη χρήση διαφορετικών μεθόδων έρευνας. Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η επιλογή της κατάλληλης ερευνητικής μεθόδου πρέπει να βασίζεται στη φύση του ερευνητικού ερωτήματος και ότι η εμπειριοκρατική προσέγγιση ή η προσέγγιση της κοινωνικής κατασκευής δε συνδέεται απαραιτήτως με την αποκλειστική χρήση της ποιοτικής ή της ποσοτικής μεθόδου. Τέλος, οι ποιοτικές μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκτεταμένα στο πλαίσιο της νομοθετικής προσέγγισης, κυρίως στη διατύπωση ερευνητικών υποθέσεων.

Λέξεις κλειδιά: Κοινωνική κατασκευή. Μέθοδοι έρευνας. Νομοθετική προσέγγιση.

Διεύθυνση:  Αθηνά Ξενικού, Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη.

Κριτήρια εγκυρότητας και αξιοπιστίας στην ποιοτική – ερμηνευτική έρευνα

Μαρία Χασάνδρα και Μάριος Γούδας
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Περίληψη:

Σκοπός της εργασίας είναι να αναλύσει τις έννοιες της ‘‘αξιοπιστίας-φερεγγυότητας’’ και ‘‘εγκυρότητας’’ στις ποιοτικές-ερμηνευτικές μεθόδους έρευνας. Αρχικά παρουσιάζονται τα διαφορετικά αξιώματα στα οποία βασίζονται οι δύο ερευνητικές προσεγγίσεις, ποσοτική και ποιοτική. Απόρροια των διαφορετικών αξιωμάτων είναι και οι διαφορές στη μεθοδολογία, στον τρόπο ανάλυσης και στα κριτήρια εγκυρότητας και αξιοπιστίας-φερεγγυότητας. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι τεχνικές που διασφαλίζουν την αξιοπιστία-φερεγγυότητα και εγκυρότητα στις ποιοτικές-ερμηνευτικές μεθόδους έρευνας και ένα παράδειγμα εφαρμογής αυτών. Για την αξιολόγηση της ποιότητας της διαδικασίας και των αποτελεσμάτων μιας ποιοτικής μελέτης χρησιμοποιείται ο όρος ‘‘εμπιστευσιμότητα’’. Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να εξασφαλίσουν την εμπιστευσιμότητα είναι η αξιοπιστία-φερεγγυότητα, η μεταβιβασιμότητα, η βασιμότητα, και η επιβεβαιωσιμότητα.

Λέξεις κλειδιά: Εμπιστευσιμότητα, Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας, Φυσική αγωγή.

Διεύθυνση: Μάριος Γούδας, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Καρυές, 421 00 Τρίκαλα.

Ρεπερτόρια γυναικών: Η ανάλυση λόγου στη φεμινιστική έρευνα

Χριστίνα Αθανασιάδου και Βασιλική Δεληγιάννη-Κουιμτζή
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Η φεμινιστική παράδοση ανακαλύπτει σήμερα κοινά στοιχεία με τη μεταστρουκτουραλιστική προσέγγιση στην έρευνα όπως η αμφισβήτηση της αλήθειας, η έμφαση στην ιστορική και πολιτισμική σχετικότητα της γνώσης, η σχέση ανάμεσα στη γνώση και στην άσκηση εξουσίας και, τέλος, η στροφή στο ‘λόγο’. Οι οπαδοί της συγκεκριμένης προσέγγισης υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη εμπειρία διαμορφώνεται μέσα στο ‘λόγο’ και ότι η ‘γλώσσα’ έχει ενεργητικό χαρακτήρα στην κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας. Η μελέτη που ακολουθεί υιοθετεί την παραπάνω επιστημολογία και την ποιοτική μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Ειδικότερα, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο μια ομάδα πτυχιούχων γυναικών κατασκευάζει ‘γλωσσικά’ την ταυτότητά της, αναπαράγοντας ταυτόχρονα τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και συνθήκες που χαρακτηρίζουν τους ρόλους των δύο φύλων στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Λέξεις κλειδιά: Ανάλυση λόγου, Γυναικεία ταυτότητα, Μεταστρουκτουραλισμός.

Διεύθυνση:  Χριστίνα Αθανασιάδου, Γραφείο Διασύνδεσης, Κτίριο Διοίκησης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη.
Βασιλική Δεληγιάννη-Κουιμτζή, Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη.

Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση του λόγου παιδιών του δημοτικού σχολείου από μια ψυχογλωσσολογική σκοπιά: Επίδραση του φύλου και της ηλικίας

Ρία Πήτα, Βασιλική Δεληγιάννη-Κουιμτζή, Γρηγόρης Κιοσέογλου, και Αρετή Χαλκιαδάκη
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Στην παρούσα εργασία εξετάστηκε η πιθανή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο λόγο μαθητών του δημοτικού σχολείου και το φύλο τους. Μελετήθηκε και αναλύθηκε το ύφος της γλώσσας, οι μορφο-συντακτικές δομές και η επιλογή λεξιλογίου στις παιδικές συνομιλίες σε σχέση με το φύλο και το πλαίσιο αυτών των συνομιλιών. Στην έρευνα συμμετείχαν 240 παιδιά (120 μαθητές και 120 μαθήτριες) της Α΄ και Δ΄ Δημοτικού, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ηλικιακές ομάδες με Μ.Ο. ηλικίας 6.6 και 10.4 ετών αντίστοιχα. Για τις ανάγκες της έρευνας δημιουργήθηκαν σύντομα επικοινωνιακά σενάρια, με ύφος και θεματολογία που διακρίνονται στις κατηγορίες: ουδέτερο, αγορίστικο και κοριτσίστικο. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με το στατιστικό πακέτο επεξεργασίας SPADT. Η λεκτική παραγωγή των παιδιών διαφοροποιούνταν ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, το συνομιλιακό πλαίσιο και τα κοινωνικά στερεότυπα.

Λέξεις κλειδιά: Παιδικός λόγος, Συνομιλιακό πλαίσιο, Φύλο.

Διεύθυνση: Ρία Πήτα, Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη.

 

Ο συνδυασμός ποσοτικών και ποιοτικών μεθόδων στην αξιολόγηση των μαθησιακών δυσκολιών

Μαρία Μπιρμπίλη και Μαρία Τζουριάδου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν μια ετερογενή ομάδα προβλημάτων πολυκαθοριζόμενη αιτιολογικά. Σε παιδαγωγικό πλαίσιο, για να μπορέσει κανείς να ανταποκριθεί στο έργο της αξιολόγησης και της παρέμβασης απαιτείται ο συνδυασμός διαφορετικών μεθόδων συλλογής δεδομένων. Ειδικότερα, ο συνδυασμός ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων αξιολόγησης βοηθάει όχι μόνο στη συλλογή περισσότερων πληροφοριών αλλά, μέσα από συσχετίσεις, και σε μια πιο έγκυρη και αξιόπιστη διάγνωση του προβλήματος. Επιπλέον η συλλογή στοιχείων μέσα από διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις βοηθάει στο σχεδιασμό κατάλληλων παιδαγωγικών προγραμμάτων παρέμβασης. Η εργασία αυτή αναφέρεται σε ένα μοντέλο συνδυασμού μεθόδων για την αξιολόγηση και τον καταρτισμό προγράμματος παρέμβασης για μαθησιακές δυσκολίες. Το μοντέλο αυτό βασίζεται στη μέθοδο της συμμετοχικής παρατήρησης, τη χρήση των ατομικών φακέλων των παιδιών και την εφαρμογή ενός διερευνητικού εργαλείου για τη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών.

Λέξεις κλειδιά: Μαθησιακές δυσκολίες, Ποιοτική μέθοδος, Ποσοτική μέθοδος.

Διεύθυνση: Μαρία Μπιρμπίλη, Παιδαγωγική Σχολή, Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη.

Ανάπτυξη και ψυχομετρική αξιολόγηση οργάνων ποσοτικής έρευνας

Γιάννης Θεοδωράκης και Αντώνης Χατζηγεωργιάδης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Περίληψη:

Σκοπός της εργασίας είναι η περιγραφή παραδειγμάτων ανάπτυξης και ελέγχου εγκυρότητας και αξιοπιστίας ερωτηματολογίων. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι διαδικασίες ανάπτυξης και τροποποίησης σχετικής με τον αθλητισμό κλίμακας εστίας ελέγχου. Η κλίμακα αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο αντιλαμβάνεται τους παράγοντες που ελέγχουν τη συμπεριφορά του. Παρουσιάζονται διαδικασίες αξιοπιστίας και εγκυρότητας, όπως εσωτερική συνέπεια, αξιοπιστία μέτρησης-επαναμέτρησης, σχέση με άλλες κλίμακες, και παραγοντική ανάλυση. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται τα στάδια ανάπτυξης και ελέγχου εγκυρότητας κλίμακας για την αξιολόγηση γνωστικών παρεμβολών κατά τη διάρκεια αθλητικής εκτέλεσης. Στο πρώτο στάδιο περιγράφεται η διαδικασία επιλογής θεμάτων μέσα από συνεντεύξεις, στο δεύτερο ο έλεγχος φαινομενικής εγκυρότητας της κλίμακας μέσα από μια τεχνική ανάλυσης περιεχομένου, στο τρίτο εξετάζεται η παραγοντική δομή του ερωτηματολογίου, ενώ στο τέταρτο στάδιο εξετάζονται οι ψυχομετρικές ιδιότητες της κλίμακας μέσα από ελέγχους δομικής, συγχρονικής, και διακρίνουσας εγκυρότητας.

Λέξεις κλειδιά: Αξιοπιστία, Εγκυρότητα, Ποσοτική έρευνα

Διεύθυνση: Γιάννης Θεοδωράκης, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Καρυές, 421 00 Τρίκαλα.

Η ελληνική έκδοση του Ερωτηματολογίου Προσανατολισμών Επίτευξης στον Αθλητισμό (ΕΠΕΑ): Εμπειρική μελέτη για την αξιοπιστία και τη δομική εγκυρότητά του

Βασίλειος Μπαρκούκης, Παναγιώτης N. Ζαχαριάδης, Αντώνιος Αναστασιάδης, Χαράλαμπος Τσορμπατζούδης, και Γιώργος Γρούιος
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Στις τελευταίες δεκαετίες η θεωρία των στόχων επίτευξης αποτελεί σημαντικό μοντέλο για την προσέγγιση των κινήτρων. Σύμφωνα με τη θεωρία διακρίνονται δύο προδιαθέσεις: ο προσανατολισμός στο έργο και ο προσανατολισμός στον εαυτό. Βασικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των δύο αυτών κινητήριων προδιαθέσεων είναι το Ερωτηματολόγιο Προσανατολισμών Επίτευξης στον Αθλητισμό (ΕΠΕΑ. Duda & Nicholls, 1992). Η παρούσα έρευνα σχεδιάστηκε για τη μελέτη των ψυχομετρικών χαρακτηριστικών της ελληνικής έκδοσης του ΕΠΕΑ με την εφαρμογή της επιβεβαιωτικής παραγοντικής ανάλυσης. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 1456 μαθητές/τριες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Μ.Ο.ηλικίας = 14.6, T.A. = 1.52). Η επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση έδειξε ιδιαίτερα υψηλούς δείκτες καταλληλότητας ( CFI= .971, SRMR = .047, και RMSEA = .052). Η εξέταση της εσωτερικής συνέπειας και της χρονικής σταθερότητας των υποκλιμάκων έδειξε ικανοποιητικά αποτελέσματα. Από την ανάλυση συσχέτισης προέκυψε χαμηλή συσχέτιση ανάμεσα στους δύο προσανατολισμούς επίτευξης. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας παρέχουν ισχυρές ενδείξεις για τη δομική εγκυρότητα και την αξιοπιστία της ελληνικής έκδοσης του ΕΠΕΑ και υποστηρίζουν τη δυνατότητα χρήσης του στη φυσική αγωγή.

Λέξεις κλειδιά: Κίνητρα, Προσανατολισμός προς το έργο, Προσανατολισμός προς τον εαυτό.

Διεύθυνση: Χαράλαμπος Τσορμπατζούδης, Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 54124 Θεσσαλονίκη.

Ερωτηματολόγιο στρατηγικών κατανόησης κειμένου: Τι ακριβώς μετράει;

Γεωργία Παπαντωνίου, Αναστασία Ευκλείδη, και Γρηγόρης Κιοσέογλου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Στόχος της έρευνας ήταν να ελεγχθεί η αξιοπιστία και η δομική εγκυρότητα της ελληνικής εκδοχής τμήματος του ερωτηματολογίου ‘‘Με Ποιον Τρόπο Μαθαίνεις;’’ (Lompscher, 1994, 1995), που εξετάζει τις στρατηγικές μάθησης για την κατανόηση κειμένου. Στην έρευνα συμμετείχαν 390 άτομα, και των δύο φύλων, ηλικίας 11, 13, 15, 17, και 22 ετών. Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν σε δύο έργα κατανόησης κειμένου. Αμέσως μετά την επίλυση του κάθε έργου, τους ζητήθηκε να εκτιμήσουν το βαθμό στον οποίο εφάρμοσαν στρατηγικές μάθησης κατά την επίλυσή του, απαντώντας στην ελληνική εκδοχή του ερωτηματολογίου. Η επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων δεν επαλήθευσε τη δομή των τεσσάρων διαστάσεων στρατηγικών (στρατηγικές επιφανείας, βάθους, τεχνικές, και μεταγνωστικές) που προτείνει ο Lompscher. Τρεις νέες ερωτήσεις προστέθηκαν για τη βελτίωση της ελληνικής έκδοσης του ερωτηματολογίου. Από την εφαρμογή διερευνητικής ανάλυσης παραγόντων προέκυψαν τρεις παράγοντες: στρατηγικές επιφανείας, βάθους, και τεχνικές. Οι δείκτες εσωτερικής συνέπειας Cronbach’s alpha ήταν αρκετά ικανοποιητικοί: .77 και .81, για την υποκλίμακα των στρατηγικών βάθους, και .80 και .79 για την υποκλίμακα των τεχνικών στρατηγικών. Οι αντίστοιχοι δείκτες της υποκλίμακας των στρατηγικών επιφανείας ήταν πολύ χαμηλοί.

Λέξεις κλειδιά: Κατανόηση κειμένου, Στρατηγικές μάθησης.

Διεύθυνση: Γεωργία Παπαντωνίου, Καραηλία 2, 546 44 Θεσσαλονίκη.

Η χρήση της Κλίμακας Σύντομης Ψυχιατρικής Αξιολόγησης σε Έλληνες ψυχιατρικούς ασθενείς

Άλτα Πανέρα και John R. Crawford
University of Aberdeen, UK

Περίληψη:

Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η μετάφραση και προσαρμογή της Κλίμακας Σύντομης Ψυχιατρικής Αξιολόγησης (Brief Psychiatric Rating Scale, Overall & Gorham, 1988) και ο έλεγχος της καταλληλότητάς της για χρήση σε Έλληνες χρόνιους ψυχικά πάσχοντες. Το δείγμα αποτελούνταν από 149 χρόνιους ψυχικά πάσχοντες υπό ψυχιατρική παρακολούθηση σε διάφορες κρατικές νοσοκομειακές και κοινοτικές δομές. Το α του Cronbach ήταν υψηλό για τη συνολική κλίμακα, α= .80, ενώ για τις περισσότερες υποκλίμακες κυμάνθηκε από α = .61 έως .86. Το α του Cronbach δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί για την υποκλίμακα που αναφερόταν στην εχθρικότητα και την καχυποψία. Τα αποτελέσματα της παραγοντικής ανάλυσης με ορθογώνια περιστροφή αξόνων τύπου varimax ανέδειξαν παράγοντες όμοιους μ’ αυτούς που πρότεινε ο Overall (1976) με συντελεστές συμφωνίας από .84 έως .95. Εξαίρεση αποτέλεσε ο παράγοντας που αναφερόταν στην εχθρικότητα και την καχυποψία για τον οποίο ο συντελεστής συμφωνίας ήταν χαμηλός, α = 0.37. Βάσει των παραπάνω, προτείνεται η χρήση της συνολικής βαθμολογίας της κλίμακας αλλά και των υποκλιμάκων του Overall (1976) για την αξιολόγηση της ψυχοπαθολογίας Ελλήνων χρόνιων ψυχικά πασχόντων, με εξαίρεση την υποκλίμακα που αναφέρεται στην εχθρικότητα και την καχυποψία που χρήζει περαιτέρω μελέτης.

Λέξεις κλειδιά: Κλίμακα Σύντομης Ψυχιατρικής Αξιολόγησης, Χρόνιοι ψυχικά πάσχοντες.

Διεύθυνση: Άλτα Πανέρα, Ιασωνίδου 25, Θέρμη, 570 01 Θεσσαλονίκη.

Η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ πειραματικής και εφαρμοσμένης ψυχολογίας: Μεθοδολογικές προτάσεις για πειραματικούς ψυχολόγους

Ρόμπερτ Μέλλον
Πανεπιστήμιο Κρήτης

Περίληψη:

Υποστηρίζεται ότι οι κλινικοί και εκπαιδευτικοί ψυχολόγοι σπάνια εφαρμόζουν τα ευρήματα της πειραματικής έρευνας διότι η πειραματική έρευνα σπάνια καλύπτει την ανάγκη τους για μια συνεκτική, σαφή και συνεπή συλλογή αρχών που αφορούν τον καθορισμό της συμπεριφοράς. Περιγράφονται τέσσερις μεθοδολογικές τακτικές που άμεσα αυξάνουν τη δυνατότητα εφαρμογής των βασικών πειραματικών ερευνών: (α) o κατάλληλος πειραματικός χειρισμός, (β) η επιδίωξη εύρεσης γενικών αρχών συμπεριφοράς, (γ) η πειραματική ανάλυση ατομικών διαφορών στις επιδράσεις των ανεξάρτητων μεταβλητών, και (δ) ο περιορισμός στη χρήση υποθετικών εννοιών στην ερμηνεία ψυχολογικών φαινομένων. Τα πλεονεκτήματα αυτών των εναλλακτικών μεθοδολογικών τακτικών παρουσιάζονται μέσα από ένα αρνητικό παράδειγμα (η πειραματική έρευνα και η έννοια της “μαθημένης αβοηθησίας”) και από ένα θετικό παράδειγμα (η άμεση ενίσχυση της μεταβλητότητας στη συντελεστική συμπεριφορά).

Λέξεις κλειδιά: Εφαρμογή στην ψυχολογία, Καθορισμός συμπεριφοράς, Πειραματική μεθοδολογία.

Διεύθυνση: Ρόμπερτ Μέλλον, Τμήμα Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 741 00 Ρέθυμνο.

Έλεγχος αποτελεσμάτων στατιστικών αναλύσεων: Παραγοντική ανάλυση

Δημήτριος Σ. Αλεξόπουλος
Πανεπιστήμιο Πατρών

Περίληψη:

Μία από τις πολυμεταβλητές στατιστικές αναλύσεις που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στις διάφορες έρευνες είναι η παραγοντική ανάλυση. Η μέθοδος αυτή, όμως, είναι σε σημαντικό βαθμό υποκειμενική. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής μειώνουμε τον αριθμό των μεταβλητών σε λιγότερες, δηλαδή σε παράγοντες, και έτσι διευκολύνεται η ανάπτυξη βασικών εννοιών σε μία περιοχή της επιστήμης. Η μέθοδος διακρίνεται σε: (α) διερευνητική παραγοντική ανάλυση, η οποία είναι όμοια με την ανάλυση κύριων συνιστωσών, και (β) επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση. Δύο προβλήματα ανακύπτουν κατά τη χρήση της παραγοντικής ανάλυσης: (α) ο αριθμός των παραγόντων που θα εξαχθούν, και (β) το είδος της περιστροφής που θα χρησιμοποιηθεί, ορθογώνια ή πλάγια.

Λέξεις κλειδιά: Παραγοντική ανάλυση, Περιστροφή παραγόντων.

Διεύθυνση: Δημήτριος Σ. Αλεξόπουλος, Τομέας Ψυχολογίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών, 265 00 Πάτρα. Τηλ.: ++30-2610-997737, Fax: ++30-2610-997740, E-mail: dalexopl@upatras.gr

Παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών: Μια διερευνητική στατιστική μέθοδος για την ανάλυση ενός συνόλου από ποιοτικές μεταβλητές

Γρηγόρης Κιοσέογλου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Οι παραγοντικές στατιστικές μέθοδοι όπως η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες εφαρμόζονται κυρίως στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών και ιδιαίτερα στο πεδίο της ψυχολογικής έρευνας. Οι μέθοδοι αυτές χρησιμοποιούνται όταν οι εμπλεκόμενες μεταβλητές είναι μετρήσιμες. Στις περιπτώσεις εκείνες που οι υπό διερεύνηση μεταβλητές είναι κατηγορικής υφής η παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών προσφέρεται ως η κατάλληλη μέθοδος για την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο συνδέονται οι κατηγορίες των μεταβλητών. Η μέθοδος ανήκει στο χώρο των παραγοντικών μεθόδων ενώ είναι – όπως και η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες – διερευνητική, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται για την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο δομούνται οι κατηγορίες των διάφορων μεταβλητών και όχι για την επιβεβαίωση κάποιου συγκεκριμένου προτύπου δόμησής τους ορισμένου εκ των προτέρων. Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται εν συντομία και μέσω εφαρμογών τα βασικά χαρακτηριστικά και ο τρόπος εφαρμογής της μεθόδου ενώ επίσης επιχειρείται σύγκριση με την ανάλυση σε κύριες συνιστώσες έτσι ώστε να γίνουν περισσότερο κατανοητές οι ομοιότητες και διαφορές των δύο αυτών μεθόδων.

Λέξεις κλειδιά: Ανάλυση κατηγορικών δεδομένων, Ανάλυση σε κύριες συνιστώσες, Παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών.

Διεύθυνση: Γρηγόρης Κιοσέογλου, Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη. Τηλ.: 2310-997337, E-mail: kios@psy.auth.gr

Αδηλες θεωρίες για τη σοφία στον ελληνικό πληθυσμό: Μια περιγραφική προσέγγιση με τη χρήση της παραγοντικής ανάλυσης και της ιεραρχικής ανάλυσης συστάδων

Δέσποινα Μωραΐτου, Αναστασία Ευκλείδη, και Γρηγόρης Κιοσέογλου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Στόχος της εργασίας αυτής ήταν να παρουσιάσει τη χρήση δύο στατιστικών μεθόδων για το χειρισμό ποιοτικών δεδομένων που αφορούσαν τις άδηλες θεωρίες τις οποίες διαμορφώνουν οι απλοί άνθρωποι για τη σοφία. Δείγμα 417 συμμετεχόντων, ηλικίας 13 έως 83 ετών, απάντησε σε 4 ανοικτές ερωτήσεις για τα πρότυπα της ‘σοφίας’ και του ‘σοφού ατόμου’. Η εφαρμογή του κατάλληλου συνδυασμού των μεθόδων της Παραγοντικής Ανάλυσης Αντιστοιχιών (ΠΑΑ) και της Ιεραρχικής Ανάλυσης Συστάδων (ΙΑΣ) στα δεδομένα που προέκυψαν από τις 4 ερωτήσεις έδειξε ότι οι συμμετέχοντες υιοθετούν τρία, σαφώς δομημένα και διακριτά μεταξύ τους, είδη άδηλων θεωριών για τη σοφία. Επίσης, διαφάνηκαν δύο πρώιμα επίπεδα του αναπτυξιακού προτύπου για τις θεωρίες αυτές. Η στατιστική επεξεργασία σύνθετων ποιοτικών δεδομένων μέσω της ΠΑΑ και της ΙΑΣ είναι μια πολύ χρήσιμη προσέγγιση στην ψυχολογική έρευνα, διότι βοηθά στην περιγραφή σύνθετων ψυχολογικών φαινομένων κατά τρόπο συνολικό και αποκαλύπτει τη δομή τους.

Λέξεις κλειδιά: Άδηλες θεωρίες για τη σοφία, Ιεραρχική ανάλυση συστάδων, Παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών.

Διεύθυνση: Δέσποινα Μωραΐτου, Σαμακοβίου 14, 546 36 Θεσσαλονίκη. Τηλ.: 2310-201372, Fax: 2310-201372, E-mail: chara333@hol.gr

Stability and change in middle school students' school value: An application of latent growth curve modeling

Markku Niemivirta
University of Helsinki, Finland

Abstract:

Much of the educational and psychological research deals with abstract constructs that rarely are directly measurable. However, it is assumed that such latent constructs do influence observable indicators (e.g., test scores or responses to certain questions), which then can be specified and, subsequently, measured. Structural equation modeling (SEM) is a general statistical modeling technique that can be used not only to model latent constructs but also to examine relations between different latent constructs. Moreover, SEM is usually applied in a confirmatory fashion, meaning that researchers are more likely to use SEM to determine whether a certain model is valid, rather than using SEM to ‘find’ a suitable model. The flexibility of SEM makes it a powerful modeling tool; Complex issues such as construct equivalence or stability and change over time can be easily approached within the SEM framework. The purpose of this paper is to illustrate the utility of SEM in such contexts. Accordingly, the use of longitudinal means and covariance structures analysis and latent growth curve modeling on substantive research problems will be demonstrated in a non-technical manner.

Keywords: Latent growth curve modeling, Measurement invariance, Stability and change.

Address:  Markku Niemivirta, Helsinki Collegium for Advanced Studies, P.O.Box 4, FIN-00014 University of Helsinki, Finland. Email: markku.niemivirta@helsinki.fi

Κατανόηση της σύνταξης της ελληνικής γλώσσας από νοητικώς καθυστερημένα παιδιά: Έλεγχος δύο διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων

Παναγιώτα Σταυρούση*, Αναστασία Ευκλείδη**, Δημήτριος Νατσόπουλος***, και Γρηγόρης Κιοσέογλου**
*Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, **Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, & ***Πανεπιστήμιο Κύπρου

Περίληψη:

Η φύση των διαφορών που παρατηρούνται στη γλωσσική ικανότητα των νοητικώς καθυστερημένων παιδιών, συγκριτικά με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά, αποτελεί πεδίο διαφωνιών μεταξύ των υποστηρικτών των δύο βασικών θεωρητικών προσεγγίσεων στη νοητική καθυστέρηση, δηλαδή της θεωρίας της διαφοράς και της εξελικτικής προσέγγισης. Στην παρούσα μελέτη, το ενδιαφέρον εστιάσθηκε στη διερεύνηση της κατανόησης της σύνταξης συγκεκριμένων προτασιακών τύπων της ελληνικής γλώσσας από νοητικώς καθυστερημένα και τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά, λεκτικής νοητικής ηλικίας 3 έως 6 ετών και 10 μηνών. Οι δύο ομάδες εξισώθηκαν μεταξύ τους ως προς τη λεκτική ικανότητα. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων βασίστηκε σε ένα μοντέλο της ανάλυσης πολλαπλής παλινδρόμησης, που συνδυάζεται με τον έλεγχο της κλίσης της γραμμής παλινδρόμησης στις δύο ομάδες. Ειδικότερα, ελέγχθηκε η σχέση μεταξύ του γλωσσικού επιπέδου και της γλωσσικής επίδοσης, όπως αυτή εκφράζεται στη γραμμή παλινδρόμησης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, υπάρχει όμοιο εξελικτικό πρότυπο για τις δύο ομάδες ως προς την κατανόηση της σύνταξης. Οι παρατηρούμενες διαφορές στις επιδόσεις τους είναι ποσοτικής φύσης.

Λέξεις κλειδιά: Γλώσσα, Νοητική καθυστέρηση, Σύνταξη.

Διεύθυνση: Παναγιώτα Σταυρούση, Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Αργοναυτών και Φιλελλήνων, 382 21 Βόλος.

Στόχοι επίτευξης των μαθητών/ριών, των γονέων, και του σχολείου, συμμετοχή στην τάξη, και επίδοση: Εφαρμογή της ιεραρχικής ανάλυσης παλινδρόμησης

Κατερίνα Βουλαλά, Ελευθερία Γωνίδα, και Γρηγόρης Κιοσέογλου
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Περίληψη:

Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να μελετήσει τους ατομικούς στόχους επίτευξης των εφήβων, τη συμμετοχή τους στη σχολική τάξη και τη σχολική τους επίδοση ως συνάρτηση των στόχων επίτευξης του σχολείου και των γονέων, όπως αυτοί γίνονται αντιληπτοί από τους μαθητές και τις μαθήτριες. Στην έρευνα συμμετείχαν 427 μαθητές/ήτριες Α΄ Γυμνασίου, Γ΄ Γυμνασίου και Β΄ Λυκείου, στους/στις οποίους/ες δόθηκαν ερωτηματολόγια με κλειστού τύπου ερωτήσεις. Για τη διερεύνηση του δικτύου των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων μεταβλητών, συμπεριλαμβανομένων και διαμεσολαβητικών σχέσεων, εφαρμόστηκε μια σειρά ιεραρχικών αναλύσεων παλινδρόμησης, Οι αναλύσεις των δεδομένων έδειξαν ότι (α) οι στόχοι επίτευξης και του σχολείου και των γονέων προβλέπουν τους ατομικούς στόχους επίτευξης των εφήβων, καθώς και το βαθμό συμμετοχής τους στη σχολική τάξη, αλλά σε διαφορετικό βαθμό, και (β) οι ατομικοί στόχοι επίτευξης των μαθητών/ριών προβλέπουν τη συμμετοχή τους στην τάξη και τη σχολική τους επίδοση. Τέλος, τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν διαμεσολαβητικές σχέσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων μεταβλητών.

Λέξεις κλειδιά: Στόχοι επίτευξης, Συμμετοχή στην τάξη, Σχολική επίδοση.

Διεύθυνση: Ελευθερία Γωνίδα, Τμήμα Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη.